Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποίμνιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποίμνιο το [pímnio] Ο40 : (λόγ.) 1. κοπάδι, ιδίως προβάτων. 2. (εκκλ.) α. το σύνολο, το πλήθος των πιστών, των χριστιανών. β. το σύνολο των πιστών μιας ενορίας, μιας πόλης, μιας χώρας κτλ.

[λόγ.: 1: αρχ. ποίμνιον· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιμνιοστάσιο το [pimniostásio] Ο40 : (λόγ.) το μαντρί, η στάνη.

[λόγ. ποίμνι(ον) -ο- + -στάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες