Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποίκιλμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποίκιλμα το [píkilma] Ο49 : 1. αυτό με το οποίο στολίζεται, διακοσμείται κτ., το στολίδι: Kέντημα με διάφορα ποικίλματα. 2. το στόλισμα, η διακόσμηση.

[λόγ. < αρχ. ποίκιλμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες