Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πνιχτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πνιχτός -ή -ό [pnixtós] Ε1 : (για ήχο) που εμποδίζεται, που γίνεται προσπάθεια να μειωθεί, να μην ακουστεί: Πνιχτή φωνή / κραυγή. Πνιχτά γέλια. Aκούστηκαν πνιχτά βήματα. Πνιχτό βογκητό. πνιχτά ΕΠIΡΡ.

[πνικ- (πνίγω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (πρβ. ελνστ. πνικτός `στραγγαλισμένος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες