Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνεύμονας ο [pnévmonas] Ο5 : 1. το καθένα από τα δύο κύρια αναπνευστικά όργανα που βρίσκονται στη θωρακική κοιλότητα του ανθρώπου και όσων σπονδυλωτών αναπνέουν αέρα: Δεξιός / αριστερός ~. Πύλες / λοβοί / πόροι / παθήσεις του πνεύμονα. Tο κάπνισμα επιφέρει βλάβες στους πνεύμονες. || Tεχνητός ~, συσκευή που εισάγει τεχνητά (με πίεση) αέρα στους πνεύμονες και τους θέτει σε λειτουργία, σε περιπτώσεις αναπνευστικής παράλυσης. 2. (μτφ.) τόπος υγιεινός, με καθαρό αέρα και με πράσινο: Tα πάρκα / τα άλση / οι κήποι / αποτελούν τους πνεύμονες της πόλης. Δημιουργούνται πνεύμονες πρασίνου γύρω από τους οικισμούς.
[λόγ. < αρχ. πνεύμων, αιτ. -ονα (< πλεύμων, δες πλεμόνι με παρετυμ. επίδρ. του πνεῦμα)]