Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνευμόνι το [pnevmóni] Ο44 : ο πνεύμονας· (πρβ. πλεμόνι): Εισπνέει και γεμίζει τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα. Για να παίξεις τρομπόνι πρέπει να ΄χεις γερά πνευμόνια. Σιδερένια πνευμόνια, για μεγάλη φυσική, αναπνευστική αντοχή.
[λόγ. < ελνστ. πνευμόνιον υποκορ. του αρχ. πνεύμων (δες στο πνεύμονας)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνευμονία η [pnevmonía] Ο25 : (ιατρ.) οξεία λοιμώδης ασθένεια, που προκαλεί φλεγμονή στους πνεύμονες: Άτυπη ~.
[λόγ. < ελνστ. πνευμονία, πλευμονία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνευμονικός -ή -ό [pnevmonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους πνεύμονες: Πνευμονική αρτηρία / συμφόρηση / πάθηση. Πνευμονικό οίδημα.
[λόγ. < αρχ. πνευμονικός]