Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνευμονόκοκκος ο [pnevmonókokos] Ο20α : (ιατρ.) μικρόβιο των αναπνευστικών οργάνων.
[λόγ. < γαλλ. pneumocoque < pneumo- = πνευ μο(νο)- + αρχ. κόκκος]