Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνευματικός ο [pnevmatikós] Ο17 : ο ιερέας που εξομολογεί, ο εξομολόγος: Πήγε στον πνευματικό του, γιατί ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί.
[λόγ. < μσν. πνευματικός ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. πνευματικός (λαϊκό: πνεματικός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνευματικός -ή -ό [pnevmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο πνεύμα και κυρίως στην ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να σκέφτεται, να εκφράζει τις σκέψεις του και να δημιουργεί αντίστοιχα (διανοητικά, καλλιτεχνικά κτλ.) προϊόντα: Πνευματική επικοινωνία / ικανότητα / καλλιέργεια / ζωή / ανησυχία. Πνευματική ελευθερία, η ελευθερία της σκέψης. Πνευματικό δημιούργημα / προϊόν / αγαθό / εφόδιο / προσόν. Πνευματική ιδιοκτησία, το δικαίωμα του δημιουργού πάνω στα προϊόντα του πνεύματός του (συγγράμματα, καλλιτεχνήματα, εφευρέσεις κτλ.). ~ ορίζοντας, η έκταση, το εύρος των γνώσεων, της καλλιέργειας κάποιου. ~ πολιτισμός. ANT τεχνικός. Πνευματική εργασία. ANT χειρωνακτική. Πνευματικό τέκνο* / παιδί. ~ πατέρας*. Ο Λούθηρος υπήρξε ο ~ ηγέτης της Mεταρρύθμισης. H πνευματική ηγεσία του τόπου, κυρίως οι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες ενός τόπου. Πνευματική καθυστέρηση / αναπηρία, η διανοητική. Πνευματική συγγένεια*. (έκφρ.) πνευματική μυωπία*.
πνευματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πνευματικός, αρχ. σημ.: `που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή΄]