Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνίξιμο το [pníksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πνίγω: Kινδύνεψε να πεθάνει από ~. || (με υπερβολή, συχνά απειλητικά): Είσαι για ~!, για κπ. που διέπραξε κτ. πολύ σοβαρό, που προκάλεσε μεγάλη ζημιά, μεγάλα προβλήματα. || (μτφ.): Tο ~ της φωνής / του πόνου / της εξέγερσης / του σκανδάλου.
[πνιξ- (πνίγω) -ιμο]