Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πνέω [pnéo] Ρ αόρ. έπνευσα, απαρέμφ. πνεύσει : (για άνεμο) φυσώ: Πνέουν ισχυροί / νότιοι / βόρειοι άνεμοι. || (μτφ.): Πνέει (ένας) άνεμος* / αέρας*. (λόγ.) ΦΡ ~ μένεα*. πνέει τα λοίσθια*.
[λόγ. < αρχ. πνέω]