Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλύστρα η [plístra] Ο25 : γυναίκα που αναλαμβάνει με αμοιβή το πλύσιμο ξένων ρούχων. || (και ως βρισιά): Mας έκανε την αριστοκράτισσα, η ~!
[πλύσ(η) -τρα]