Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλύσιμο το [plísimo] Ο50 : καθάρισμα με νερό (ή άλλο υγρό) και σαπούνι, απορρυπαντικό κτλ.: Tο ~ των ρούχων / των πιάτων / των δοντιών / του αυτοκινήτου / του σώματος / των χεριών. ~ στο χέρι / στο πλυντήριο. Mε το συχνό ~ τα ρούχα ξεθωριάζουν. Tο πουκάμισο μάζεψε στο ~. Tο χρώμα βγάζει στο ~, ξεβάφει.
[λόγ. < ελνστ. πλύσιμον (στη σημ.: `αμοιβή για πλύσιμο΄)]