Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλόκαμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλόκαμος ο [plókamos] Ο20α : 1. (λόγ.) το πλοκάμι. 2. (λογοτ.) η πλεξούδα, η μπούκλα των μαλλιών. 3. (αρχιτ.) διακοσμητικό στοιχείο με μορφή πλέγματος.

[λόγ. < αρχ. πλόκαμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες