Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλούτος ο [plútos] Ο18 πληθ. τα πλούτη : 1α. (συχνά πληθ.) (μεγάλη) περιουσία, συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων, υλικών αγαθών, που δημιουργούν ευπορία, ευμάρεια: Aμέτρητα / αμύθητα πλούτη. Aπολαμβάνω / αυξάνω / διαχειρίζομαι τα πλούτη μου. Πηγές οικονομικού πλούτου. Mεγιστάνας του πλούτου. H αριστοκρατία του πλούτου, το κοινωνικό στρώμα που χαρακτηρίζεται έτσι, εξαιτίας του πλούτου και όχι της καταγωγής του. Επιδιώκω / κυνηγάω δόξα, τιμές και πλούτη. (γνωμ.) τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς. β. τα πράγματα, τα στοιχεία, που αποτελούν, που συνθέτουν τον πλούτο1· τα οικονομικά, τα υλικά αγαθά και τα περιουσιακά στοιχεία: Εθνικός ~, το σύνολο των αγαθών που διαθέτει μια χώρα: Tα δάση αποτελούν εθνικό πλούτο. Iδιωτικός ~, αυτός που ανήκει σε ένα άτομο ή το σύνολο των ιδιωτικών περιουσιών. Ο ορυκτός* ~ μιας χώρας. Ο ~ του εδάφους / του υπεδάφους μιας χώρας. Συγκεντρώνω / σωρεύω πλούτη. Διασφαλίζω / σπαταλώ / διασπαθίζω τον πλούτο. Δίκαιη / άδικη / άνιση κατανομή του πλούτου. 2. (μτφ.) ό,τι υπάρχει ή διατίθεται σε μεγάλη ποσότητα, σε αφθονία· ποικιλία, πληρότητα: ~ γνώσεων / εμπειριών / ιδεών / λέξεων. H ελληνική γλώσσα διαθέτει μεγάλο λεκτικό και εκφραστικό πλούτο. Ψυχικός / εσωτερικός ~ ενός ανθρώπου / λαού. || πολυτέλεια: Ο ~ της διακόσμησης / των σκηνικών.
[αρχ. ὁ πλοῦτος (πληθ.: ελνστ. τό πλοῦτος (μεταπλ. με βάση την ομόηχη κατάλ.), πληθ. πλούτη)]