Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουτώνιο το [plutónio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό ραδιενεργό στοιχείο που παράγεται από το ουράνιο.
[λόγ. < νλατ. plutoni(um) -ον < νλατ. Ρluto (δες στο Πλούτωνας), αναλ. προς τα ποσειδώνιο, ουράνιο (διαφ. το ελνστ. Πλουτώνιον `σπηλιά αφιερωμένη στον Πλούτωνα΄)]