Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουτωνισμός ο [plutonizmós] Ο17 : (γεωλ.) παλαιότερη θεωρία που δεχόταν ότι όλα τα πετρώματα έχουν σχηματιστεί από μια αρχική διάπυρη μάζα.
[λόγ. < γαλλ. plutonisme (δες στο Πλούτωνας) (-isme = -ισμός)]