Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουσιοπάροχος -η -ο [plusiopároxos] Ε5 : που προσφέρεται ή που προσφέρει κτ. γενναιόδωρα, πλούσια, άφθονα: Πλουσιοπάροχη αμοιβή. Πλουσιοπάροχο γεύμα / τραπέζι.
πλουσιοπάροχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. πλουσιοπάροχος < πλούσι(ος) -ο- + παροχ(ή) -ος]