Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλουμί
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουμί το [plumí] Ο43 : (λαϊκότρ.) το πλουμίδι.

[μσν. πλουμί < πλουμίον υποκορ. του ελνστ. πλοῦμ(ον) -ίον < λατ. pluma `ελαφρύ φτερό, πούπου λο΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουμίδι το [plumíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) διακοσμητικό σχέδιο, συνήθ. κεντητό ή ζωγραφιστό, στολίδι· κεντίδι, ξόμπλι: Φορεσιά / τραπεζομάντιλο / γιλέκο με πλουμίδια. H λαβή του ξίφους / του μαχαιριού ήταν διακοσμημένη με πολλά πλουμίδια.

[πλουμ(ί) -ίδι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουμίζω [plumízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) διακοσμώ κτ. με πλουμίδια, με στολίδια.

[μσν. πλουμίζω < πλουμ(ί) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλούμισμα το [plúmizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) το στόλισμα, η διακόσμηση με, συνήθ. κεντητά ή ζωγραφιστά, στολίδια.

[μσν. πλούμισμα < πλουμισ- (πλουμίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουμιστός -ή -ό [plumistós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που είναι διακοσμημένος με, συνήθ. ζωγραφιστά ή κεντητά, στολίδια: Πλουμιστή φορεσιά / μαντίλα. || πολύχρωμος: Tα πλουμιστά φτερά της πεταλούδας.

[μσν. πλουμιστός < πλουμισ- (πλουμίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες