Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλοηγώ [ploiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. οδηγώ ένα πλοίο, ώστε να εισπλεύσει σε λιμάνι ή να εκπλεύσει από αυτό, να περάσει με ασφάλεια από άγνωστα ή επικίνδυνα σημεία και περάσματα· πιλοτάρω: Ένα μικρό σκάφος πλοήγησε το υπερωκεάνειο στο λιμάνι. 2. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο του πλοηγού.
[λόγ. πλοηγ(ός) -ώ κατά το οδηγώ]