Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλοηγίδα η [ploijíδa] Ο26 : μικρό σκάφος, με το οποίο ο πλοηγός οδηγεί τα πλοία στα λιμάνια ή σε άγνωστα, επικίνδυνα περάσματα· πιλοτιέρα, πιλοτίνα.
[λόγ. πλοηγ(ός) -ίς > -ίδα μτφρδ. του πιλοτίνα]