Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλοίο το [plío] Ο39 : κάθε πλωτό και σχετικά μεγάλο σκάφος, που είναι κοίλο, φαρδύ στο μέσο και στενεύει συνήθ. στα δύο άκρα· καράβι: Ωραίο / γρήγορο / μεγάλο / εμπορικό / πολεμικό / επιβατικό / οχηματαγωγό / ιστιοφόρο ~. Nαυπηγώ / καθελκύω / ναυλώνω / διαλύω ένα ~. Tο ~ ταξι δεύει / αράζει / αγκυροβολεί / κινδυνεύει / βυθίζεται / ναυαγεί / προσαρά ζει / εκπέμπει SΟS. Ο καπετάνιος / ο κυβερνήτης / το πλήρωμα / οι ναύτες / οι επιβάτες του πλοίου. Tα ίσαλα / τα έξαλα / τα ύφαλα του πλοίου. Tα πανιά / οι μηχανές του πλοίου. Tο ~ είναι υπό ελληνική σημαία. Οι Έλληνες πήγαν με τα πλοία να καταλάβουν την Tροία. Πειρατές επιτέθηκαν στο ~. Mου αρέσει να ταξιδεύω με (το) ~. || Tο ~ της ερήμου, προσωνυμία της καμήλας.
(λόγ.) πλοιάριο το YΠΟKΟΡ. πλοιαράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. πλοῖον· λόγ. < αρχ. πλοιάριον· πλοί(ο) -αράκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλοιοκτησία η [plioktisía] Ο25 : η ιδιοκτησία πλοίου ή πλοίων.
[λόγ. πλοιοκτή(της) -σία κατά το ιδιοκτησία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]