Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλοίαρχος ο [plíarxos] Ο19 : 1. ο κυβερνήτης μεγάλου πλοίου, κυρίως του εμπορικού ναυτικού· καπετάνιος. 2. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον αντιπλοίαρχο και κατώτερος από τον αρχιπλοίαρχο, αντίστοιχος με το συνταγματάρχη του στρατού ξηράς.
[λόγ. πλοί(ον) + -αρχος κατά το ναύαρχος]