Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλισέ το [plisé] Ο (άκλ.) : ο πλισές. || (ως επίθ.): Φούστα ~.
[λόγ. < γαλλ. plissé]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλισές ο [plisés] Ο13 : σύνολο, σειρά από στενές, πυκνές και μόνιμες πτυχές, που γίνονται σε ύφασμα: ~ της μηχανής. || (επέκτ.) το ύφασμα ή το φόρεμα με τέτοιες πτυχές.
πλισεδάκι το YΠΟKΟΡ. [γαλλ. plissé -ς]