Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλιατσικολογώ [platsikoloγó] -ιέμαι Ρ10.11 : (προφ.) κάνω πλιάτσικο (στις σημ. 1, 3), λεηλατώ, αρπάζω: Mπήκαν στην πόλη σκοτώνοντας, βιάζοντας και πλιατσικολογώντας.
[πλιάτσικ(ο) -ο- + -λογώ]