Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλιάτσικο το [plátsiko] Ο41 : (προφ.) 1. λαφυραγώγηση, αρπαγή, λεηλασία (κυρ. σε πόλεμο): Mόλις κατέλαβαν την πόλη / το κάστρο το ΄ριξαν στο ~. Kάνω ~, αρπάζω, λεηλατώ. 2. λεία, λάφυρο που προέρχεται κυρίως από λεηλασία, αρπαγή: Tο χωριό ήταν μεγάλο και το ~ πλούσιο. 3. (γενικότ.) η αρπαγή, η λεηλασία, η κλοπή: Mέσα στη γενική αναταραχή από τα επεισόδια, μερικοί βρήκαν την ευκαιρία και μπήκαν στα μαγαζιά για ~.
[αλβ. plaçkë `το πράγμα΄, φρ. plaçkë e luftës `λάφυρο πολέμου΄ με επίδρ. του επιθήματος -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλιατσικολόγημα το [platsikolójima] Ο49 : (προφ.) η αρπαγή, η λεηλασία, το πλιάτσικο (στις σημ. 1, 3).
[πλιατσικολογη- (πλιατσικολογώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλιατσικολόγος ο [platsikolóγos] Ο18 : (προφ.) αυτός που κάνει πλιάτσικο (στις σημ. 1, 3), ο άρπαγας.
[πλιατσικο(λογώ) -λόγος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλιατσικολογώ [platsikoloγó] -ιέμαι Ρ10.11 : (προφ.) κάνω πλιάτσικο (στις σημ. 1, 3), λεηλατώ, αρπάζω: Mπήκαν στην πόλη σκοτώνοντας, βιάζοντας και πλιατσικολογώντας.
[πλιάτσικ(ο) -ο- + -λογώ]