Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληρότητα η [plirótita] Ο28 : η κατάσταση, η ιδιότητα εκείνου: 1. που είναι πλήρης, γεμάτος: H ~ ενός δοχείου / μιας δεξαμενής / ενός αεροπλάνου. Σε μη τουριστική περίοδο η ~ των ξενοδοχείων είναι μικρή. 2. που δεν του λείπει τίποτα, που είναι άρτιος, ολοκληρωμένος: Οι απόψεις του / οι περιγραφές του διακρίνονταν για τη σαφήνεια και την πληρότητά τους. || τελειότητα, αρτιότητα: ~ εργασίας / γνώσεων. 3. (φιλοσ.) η κατάσταση του ατόμου, κατά την οποία όλες οι δυνατότητες ή οι ιδιότητές του εκδηλώνονται ελεύθερα και ολοκληρωτικά.
[λόγ. < ελνστ. πληρότης, αιτ. -ητα]