Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληρωτέος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληρωτέος -α -ο [plirotéos] Ε4 : που το αντίτιμο της αξίας του, συνήθ. χρηματικό, πρέπει να καταβληθεί σε κπ.: Εμπόρευμα πληρωτέο σε χρήμα / σε είδος / κατά την παραλαβή. Επιταγή / συναλλαγματική πληρωτέα στο δικαιούχο. Πληρωτέες με την εμφάνιση / (παλαιότ.) πληρωτέαι επί τη εμφανίσει, αναγραφή επάνω στα χαρτονομίσματα που δηλώνει τις δραχμές με τις οποίες αντιστοιχεί το καθένα.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληρωτέον `που πρέπει να συμπληρωθεί΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. payable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες