Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληρωμή η [pliromí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πληρώνω, η καταβολή ενός χρηματικού ποσού ως ανταλλάγματος, αντίτιμου για την αγορά εμπορεύματος, για την αμοιβή εργασίας ή υπηρεσίας ή για την εξόφληση οφειλής: H ~ των επίπλων θα γίνει με δόσεις. H ~ των εργατών / των υπαλλήλων. H ~ των μισθών / των συντάξεων. ~ τοις μετρητοίς* / σε ρευστό / επί πιστώσει*. ~ φόρων / τόκων / αποζημιώσεων. Aπόδειξη / κατάσταση / προθεσμία πληρωμής. Tο κατάστημα κάνει ευκολίες πληρωμής. Tα ταμεία είναι κλειστά και δε γίνονται πληρωμές. || το χρημα τικό ποσό που δίνει ή παίρνει κάποιος ως πληρωμή (ιδ. για αμοιβή εργα τοϋπαλλήλων): Πήγε στο ταμείο και πήρε την ~ του. || (οικον.) Iσοζύγιο* (εξωτερικών) πληρωμών. 2. (μτφ.) ανταπόδοση για κτ. καλό ή κακό, ανταμοιβή ή τιμωρία: Για ό,τι καλό / κακό έκανε, πήρε την ~ του.
[μσν. πληρωμή ίσως < πλήρωμ(α) 2 -ή κατά το αμοιβή]