Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληροφοριοδότης ο [pliroforioδótis] Ο10 θηλ. πληροφοριοδότρια [pliro forioδótria] Ο27 : αυτός που δίνει πληροφορίες σε κπ. για κτ. || (ειδικότ.) ανεπίσημος, μυστικός συνεργάτης κυρίως της αστυνομίας, που συγκεντρώνει και παρέχει πληροφορίες σ΄ αυτήν: H αστυνομία πέτυχε τη σύλληψη του εμπόρου ναρκωτικών χάρη στους πληροφοριοδότες της.
[λόγ. πληροφορί(α) -ο- + -δότης απόδ. γαλλ. informateur· λόγ. πληροφοριο δό(της) -τρια]