Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληρεξούσιος -α -ο [plireksúsios] Ε6 : 1. για πρόσωπο, που κάποιος τρίτος του εκχωρεί το δικαίωμα να ενεργεί νόμιμα για λογαριασμό του: ~ δικηγόρος. 2. (ως ουσ.) α. ο πληρεξούσιος: Όρισε το γιο του ως πληρεξούσιό του. β. το πληρεξούσιο, έγγραφο ή συμβόλαιο, με το οποίο δίνεται το δικαίωμα σε κπ. να ενεργεί νόμιμα για λογαριασμό κάποιου άλλου. γ. (ιστ.) ο πληρεξούσιος, εκπρόσωπος του λαού σε Συντακτική Συνέλευ ση.
[λόγ. πλήρ(ης) + εξουσί(α) -ος μτφρδ. ιταλ. plenipotenziario]