Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληρεξουσιότητα η [plireksusiótita] Ο28 : το δικαίωμα που εκχωρείται από κπ. σε κπ. άλλο να ενεργεί νόμιμα για λογαριασμό του.
[λόγ. πληρεξούσι(ος) -ότης > -ότητα]