Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλημμύρα η [plimíra] Ο25 : 1α. κάλυψη μιας (μεγάλης) έκτασης με νερό που συνήθ. ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του, λόγω υπερβολικής ανύψωσης της στάθμης του: Οι βροχές και το λιώσιμο των χιονιών είναι συχνή αιτία πλημμύρας. H ~ κατέστρεψε καλλιέργειες και έπνιξε πολλά ζώα. || (επέκτ.) για κάθε μεγάλη, υπερβολική ποσότητα υγρού (συνήθ. νερού) που χύνεται, που κατακλύζει μια έκταση: Έσπασε μια σωλήνα της ύδρευσης κι έγινε ~. || Tο αίμα έτρεχε ~ από τις πληγές. β. συνεκδοχικά για δυνατή, καταρρακτώδη βροχή, κατακλυσμό. 2. (μτφ.) μεγάλη ποσότητα, (υπερ)αφθονία πραγμάτων: ~ καταναλωτικών αγαθών / πληροφοριών / εντυπώσεων.
[ελνστ. πλήμυρα με μετακ. τόνου από τη γεν. πλημύρας (ελνστ. γραφή -μμ- από παρετυμ. πλήν + μύρομαι `κυλάω΄)]