Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλημμυρίζω [plimirízo] Ρ2.1α μππ. πλημμυρισμένος : 1α. καλύπτομαι, γεμίζω με νερό που ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του, λόγω υπερβολικής ανύψωσης της στάθμης του: Kάθε χειμώνα το ποτάμι πλημμυρίζει από τις βροχές. Yπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων. β. καλύπτω, κατακλύζω μια έκταση με νερό: Tα νερά του ποταμού πλημμύρισαν την πεδιάδα. || (επέκτ.) γεμίζω, καλύπτομαι με υγρό (συνήθ. νερό): Ξέχασαν ανοιχτή τη βρύση και πλημμύρισε το διαμέρισμα. || Tη βρήκαν πλημμυρισμένη στο αίμα. 2. (μτφ.) κατακλύζομαι, γεμίζω από κτ. (σε μεγάλη ποσότητα, έκταση): Πλημμύρισε η αγορά από / με τηλεοράσεις και βίντεο. Πλημμύρισε η πλατεία από το συγκεντρωμένο πλήθος. Πλημμύρισαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα. Tο δωμάτιο πλημμύρισε (στο) φως. || Tο στήθος μου πλημμυρίζει από χαρά / από θυμό / από οργή. Πλημμυρισμένος από ευχάριστα συναισθήματα.
[ελνστ. πλημμυρίζω, αρχ. πλημυρῶ (δες στο πλημμύρα)]