Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλημμυρίδα η [plimiríδa] Ο26 : 1. η μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας, κατά την οποία ανεβαίνει η στάθμη των υδάτων (κυρ. της θάλασσας). ANT άμπωτη. 2. (μτφ.) μεγάλη ποσότητα, πλήθος από κτ. (που συνήθ. εμφανίζεται ή διαδίδεται ορμητικά): ~ νέων ιδεών / εκδόσεων / προϊόντων.
[λόγ. < αρχ. πλημυρίς, αιτ. -ίδα (δες στο πλημμύρα)]