Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλημμέλημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλημμέλημα το [plimélima] Ο49 : σφάλμα, παράπτωμα. || (νομ.) αξιόποι νη πράξη, που τιμωρείται με φυλάκιση, με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα (ιδ. για εφήβους): Aδίκημα σε βαθμό πλημμελήματος. Πλημμελήματα ηθών.

[λόγ. < αρχ. πλημμέλημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες