Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληθωρικός -ή -ό [pliθorikós] Ε1 : 1. (για πργ.) που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, σε υψηλό βαθμό, σε αφθονία: Πληθωρική φαντασία. Πληθωρικό ταλέντο. H πληθωρική παρουσία της ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία. || Παιδί με πληθωρικές σάρκες, παχύσαρκο. Γυναίκα με πληθωρικές καμπύλες. Πληθωρική κοπέλα. 2. (για πρόσ.) άτομο με έντονη προσωπικότητα, ιδιοσυγκρασία, που την εξωτερικεύει με εξίσου έντονο τρόπο (στην κοινωνική του παρουσία και συμπεριφορά): Πληθωρική γυναίκα / παρουσία / συμπεριφορά. || (οικον.) που έχει σχέση με τον πληθω ρισμό: Πληθωρική κυκλοφορία χρήματος. || (ιατρ.) που πάσχει από πληθώρα αίματος. ANT αναιμικός: Πληθωρική κράση.
πληθωρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πληθωρικός]