Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληθυσμιακός -ή -ό [pliθizmiakós] Ε1 : που αναφέρεται σε πληθυσμό: Πληθυσμιακή ανάπτυξη / έκρηξη / μετακίνηση.
πληθυσμιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πληθυσμ(ός) -ιακός]