Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληθαίνω [pliθéno] Ρ7.4α : αυξάνομαι σε αριθμό, σε ποσότητα, γίνομαι περισσότερος. ANT μειώνομαι, ελαττώνομαι: Στις μέρες μας πλήθυναν πολύ τα κρούσματα κλοπών / διαρρήξεων. Tα θύματα του έιτζ όσο πάνε και πληθαίνουν. Πλήθυναν οι φήμες ότι το νόμισμα θα υποτιμηθεί.
[αρχ. πληθ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]