Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληγώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληγώνω [pliγóno] -ομαι Ρ1 μππ. πληγωμένος* : 1. προξενώ πληγή, τραύ μα σε κπ.· τραυματίζω1: Πυροβόλησε το ζώο και το πλήγωσε στο πόδι. Πληγώθηκε στη μάχη / από σφαίρα / από μαχαίρι. Tον βρήκαν πληγωμένο βαριά στο στήθος. 2. (μτφ.) προξενώ (με λόγια ή με ενέργειες) μεγάλη λύπη, πόνο, στενοχώρια σε κπ., προσβάλλω κπ. βαριά: Tην πλήγωσες με τη συμπεριφορά σου. Δεν ήθελα να τον πληγώσω.

[μσν. πληγώνω < πληγ(ώ) -ώνω < πληγ(ή) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες