Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πληγωμένος -η -ο [pliγoménos] Ε3 μππ. του πληγώνω : 1. που έχει πληγωθεί, που έχει πληγή, τραύμα: Πληγωμένο χέρι / πόδι / κεφάλι. Πληγωμένο ζώο / πουλί. Οι βαριά πληγωμένοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. || (ως ουσ.) ο πληγωμένος, ο τραυματίας: Στο πεδίο της μάχης ακούγονταν τα βογκητά των πληγωμένων. 2. (μτφ.) που του έχουν προξενήσει μεγάλη λύπη, πόνο, που τον έχουν προσβάλει βαριά: Πληγωμένη καρδιά / ψυχή / περηφάνια / αξιοπρέπεια. Ο ~ του εγωισμός ζητούσε εκδίκηση.
[μππ. του ρ. πληγώνω]