Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλευροκοπώ [plevrokopó] -ούμαι Ρ10.9 : επιτίθεμαι από τα πλάγια, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού ή γενικότερα ενός αντιπάλου: Kατάφεραν να πλευροκοπήσουν τους αντιπάλους και να τους αποδεκατίσουν. Οι επιθετικοί παίκτες προσπαθούσαν να πλευροκοπήσουν την αντίπαλη άμυνα και να επιτύχουν γκολ.
[λόγ. < αρχ. πλευροκοπῶ `χτυπώ την πλευρά του σώματος΄]