Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλευρικός -ή -ό [plevrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα πλευρά ή στην πλευρά. || (ανατ.) ~ χόνδρος. 2. που γίνεται, συμβαίνει από τα πλάγια (από πλάγια θέση, διεύθυνση κτλ.): Πνέουν ισχυροί πλευρικοί άνεμοι, που δυσκολεύουν την πορεία του ιστιοφόρου. H σύγκρουση ήταν πλευρική.
πλευρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: ελνστ. πλευρικός· 2: σημδ. αγγλ. side-]