Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλερώνω [pleróno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκ., λαϊκότρ.) πληρώνω.
[μσν. πλερώνω < πληρώνω με τροπή του άτ. [ir > er] < αρχ. πληρ(ῶ) `γεμίζω, πληρώνω τελείως΄ -ώνω]