Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλερωμή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλερωμή η [pleromí] Ο29 : (λαϊκ., λαϊκότρ.) η πληρωμή.

[< πληρωμή κατά την εξέλ. πληρώνω > πλερώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες