Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλερέζα η [pleréza] Ο25 : μαύρο πέπλο που καλύπτει το κεφάλι και το πρόσωπο και που το φορούσαν οι χήρες ως ένδειξη πένθους. ΦΡ βάζω / φορώ πλερέζες, (ιδ. ειρ.) στενοχωριέμαι, λυπάμαι.
[λόγ. < γαλλ. pleureus(e) -α `πένθος στο μανίκι΄]