Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλεονεξία η [pleoneksía] Ο25 : αρνητική ιδιότητα του χαρακτήρα ενός προσώπου που επιδιώκει να έχει, να αποκτά περισσότερα από όσα πήρε, από όσα έχει, δικαιούται κτλ. (συνήθ. σε βάρος τρίτων): H ~ είναι μεγά λο ελάττωμα. Έπεσε θύμα της πλεονεξίας του και έχασε κι αυτά που είχε.
[λόγ. < αρχ. πλεονεξία]