Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλεονασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονασμός ο [pleonazmós] Ο17 : 1. το αποτέλεσμα του πλεονάζω. 2. (γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο ένα νόημα εκφράζεται με περισσότερες λέξεις από όσες κανονικά χρειάζονται, π.χ. «Mε ξέχασε και δε με θυμάται πια». || (γενικότ.) εκφραστικό λάθος, κατά το οποίο χρησιμοποιούνται περισσότερες από τις απαραίτητες λέξεις για να αποδοθεί ένα νόημα, π.χ. «από ανέκαθεν».

[λόγ. < ελνστ. πλεονασμός, αρχ. σημ.: `υπερβολή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες