Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλειοψηφικός -ή -ό [pliopsifikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία: Πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, το σύστημα στο οποίο επιτυγχάνει, εκλέγεται μόνο αυτός που συγκεντρώνει τη σχετική ή την απόλυτη πλειοψηφία, σε βάρος αυτών που μειοψήφησαν (σε αντιδιαστολή προς το αναλογικό). Πλειοψηφικές απόψεις, που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία, που επικρατούν σε σχέση με άλλες (μειοψηφικές). || (ως ουσ.) το πλειοψηφικό, το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.
πλειοψηφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πλειοψηφ(ία) -ικός]