Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλειοδοτώ [plioδotó] Ρ10.9α : 1. προσφέρω μεγαλύτερη τιμή από άλλους σε δημοπρασία, σε πλειστηριασμό και αποκτώ κτ. που προσφέρεται προς πώληση, προς διάθεση. ANT μειοδοτώ: Ένας όμιλος ξένων εταιρειών πλειοδότησε στο διαγωνισμό για την αγορά μιας πτωχευμένης επιχείρησης. Aυτός που πλειοδότησε, απέκτησε το δικαίωμα εκμετάλλευσης του κυλικείου. 2. (μτφ.) συναγωνίζομαι και ξεπερνώ κάποιους άλλους σε κτ., υπερθεματίζω: Tα κόμματα πλειοδοτούν σε υποσχέσεις λίγο πριν από τις εκλογές. ~ σε επιχειρήματα υπέρ μιας άποψης, την υποστηρίζω πολύ έντονα.
[λόγ. πλειοδότ(ης) -ώ κατά το μισθοδοτώ]