Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαφόν το [plafón] Ο (άκλ.) : το ανώτατο όριο, που τίθεται ως περιορισμός και που δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί· η οροφή. || (οικον.) το ανώτατο όριο, ο περιορισμός που τίθεται σε ένα οικονομικό μέγεθος: Οι τιμές / οι δαπάνες / οι μισθοί / οι αυξήσεις δεν πρέπει να ξεπερνούν το ~.
[λόγ. < γαλλ. plafond]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαφονιέρα η [plafonéra] Ο25 : είδος φωτιστικού που στερεώνεται στην οροφή.
[γαλλ. plafonnièr(e) -α]