Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλατύφυλλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατύφυλλος -η -ο [platífilos] Ε5 : (για φυτά και άνθη) που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα: Πλατύφυλλα δέντρα. ~ βασιλικός.

[αρχ. πλατύφυλλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες